- ιθυτμής
- ἰθυτμής, ὁ (Α)ο ιθύτομος.[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰθύς (Ι) + -τμής (< θ. τμη- τού τέμνω, πρβλ. παθ. αόρ. ε-τμή-θην), πρβλ. ημι-τμής, φλεβο-τμής].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ιθύς — (I) ἰθύς, εῑα, ύ, θηλ. και ιθέα (ΑΜ) 1. ευθύς, ίσιος 2. δίκαιος, σωστός, ειλικρινής μσν. φρ. «ἐς τὸ ἰθύ» επί τού θέματος αρχ. 1. (το αρσ. και το ουδ. ως επίρρ.) ἰθύς και ἰθύ α) τοπ. κατευθείαν εναντίον κάποιου β) χρον. αμέσως, ευθύς, παρευθύς 2.… … Dictionary of Greek